συμμαθητής

συμμαθητής
ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ
φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους
2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών τού ίδιου δασκάλου, τού Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μαθητής (< μανθάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμμαθητής — fellow disciple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθητής — ο θηλ. συμμαθήτρια ο μαζί με άλλον ή άλλους μαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαθηταῖς — συμμαθητής fellow disciple masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθηταί — συμμαθητής fellow disciple masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθητοῦ — συμμαθητής fellow disciple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθητῇ — συμμαθητής fellow disciple masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθητήν — συμμαθητής fellow disciple masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαθητῶν — συμμαθητής fellow disciple masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • συμμαθητεία — η, Ν [συμμαθητεύω] 1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”